Greek Meaning of curatorial
επιμελητικός
Other Greek words related to επιμελητικός
Nearest Words of curatorial
Definitions and Meaning of curatorial in English
curatorial (a)
of or relating to a curator or the duties of a curator
FAQs About the word curatorial
επιμελητικός
of or relating to a curator or the duties of a curator
επιστάτης,θεματοφύλακας,κηδεμόνας,Επιστάτης,Τερματοφύλακας,Υπάλληλος καμπίνας,συν-επιμελητής,Διευθυντής φυλακής,φρουρός,νεωκόρος
No antonyms found.
curator => επιμελητής, curative => θεραπευτικός, curate => επιμελείσθαι, curassow => Κραξ, curare => κουράριο,