Greek Meaning of curbstone

Πεζοδρόμιο

Other Greek words related to Πεζοδρόμιο

Definitions and Meaning of curbstone in English

Wordnet

curbstone (n)

a paving stone forming part of a curb

FAQs About the word curbstone

Πεζοδρόμιο

a paving stone forming part of a curb

ερασιτέχνης,ερασιτεχνικός,ελαττωματικός,Δilletant,ερασιτεχνικός,άπειρος,Άπειρος,ερασιτέχνης,αμύητος,απροετοίμαστος

ικανός,επιτευχθείς,άσσος,ικανός,ικανός,Ικανός,ολοκληρωμένος,ειδικός,όμορφος,κύριος

curbside => πεζοδρόμιο, curbing => κράσπεδο, curb service => υπηρεσία πεζοδρομίου, curb roof => Στέγη με κλίση, curb bit => Προσκέφαλο,