Greek Meaning of schooled

εκπαιδευμένος

Other Greek words related to εκπαιδευμένος

Definitions and Meaning of schooled in English

Webster

schooled (imp. & p. p.)

of School

FAQs About the word schooled

εκπαιδευμένος

of School

πολιτισμένος,Καλλιεργούμενος,μορφωμένος,έμπειρος,γνώση,γυαλισμένο,ασκήθηκε,έμπειρος,βαρετό,κυνικός

άπειρος,Πράσινο,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος,άπειρος,αφελής,αθώος,αφελης,ενοριακός,επαρχιακός,Ωμός

schooldays => σχολικές μέρες, schooldame => Σχολική, schoolcraft => Σκουλκραφτ, schoolchild => Μαθητής, schoolboyish => παιδικός,