Greek Meaning of guileless

αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος

Other Greek words related to αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος

Definitions and Meaning of guileless in English

Wordnet

guileless (s)

free of deceit

Webster

guileless (a.)

Free from guile; artless.

FAQs About the word guileless

αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος

free of deceitFree from guile; artless.

γνήσιος,ειλικρινής,αθώος,αφελης,απλός,ανεπηρέαστος,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ατέχναστος,ειλικρινής,παιδαριώδης

πληγμένος,επινοητικός,τεχνητός,υποθέτοντας,κοσμοπολίτης,κριτική,κυνικός,ανέντιμος,ψεύτικος,Δολερός

guileful => Δολερός, guile => δόλος, guilding => επίχρυσος, guildhall => Δημαρχείο, guilder => φιορίνι,