Greek Meaning of designing
σχεδιάζοντας
Other Greek words related to σχεδιάζοντας
- πονηρός
- χαριτωμένος
- δόλιος
- ολισθηρός
- λεπτός
- επινοητικός
- δελεαστικός
- προσεκτικός
- υπολογίζοντας
- κρυμμένος
- πονηρός
- στρεβλός
- Δολερός
- Παραπλανητικός
- ύπουλος
- ανέντιμος
- ύποπτος
- πονηρός
- Δολερός
- συνωμοσία
- Σχεδιαστής
- πονηρός
- Ολισθηρός
- πανούργος
- ύπουλος
- δύσκολος
- πονηρός
- οξυδερκής
- ύπουλα
- δειλός
- ελικοειδής
- κυκλικός
- κρυφός
- κρυμμένο
- εύκολος
- κρυφός
- εύγλωττος
- Ανανδρος
- υπονοητικός
- απατεώνας
- Μακιαβελικός
- αλευρώδης
- λοξός
- κυκλικός κόμβος
- μυστικό
- ερπετοειδής
- σκιερός
- κοφτερός
- Ύπουλος
- ύπουλος
- κρυφό
- κρυφός
- μυστικός
- στα κρυφά
- Δόλιος.
- Αδίστακτος
- ατέχναστος
- άμεσο
- αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος
- ειλικρινής
- αφελής
- αθώος
- φυσικός
- προφανής
- ανοιχτό
- δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- απλός
- Δημόσιος
- πραγματικός
- απλός
- ειλικρινής
- απλός
- αθώος
- καθαρά
- ειλικρινής
- παιδαριώδης
- ειλικρινής
- ειλικρινής
- επηρεάσιμος, -η, -ο
- ειλικρινά
- εμπιστευτικός
- ανεπηρέαστος
- αφανέρωτος
- μετριόφρων
- ανεπιτήδευτος
- Αγέλαστος
- ακατέργαστος
- απλοϊκός
- ειλικρινής
- εμπιστευώμενος
- αυθόρμητο
- αμελέτητος
- εξωκοσμικός
Nearest Words of designing
Definitions and Meaning of designing in English
designing (n)
the act of working out the form of something (as by making a sketch or outline or plan)
designing (s)
concealing crafty designs for advancing your own interest
designing (p. pr. & vb. n.)
of Design
designing (a.)
Intriguing; artful; scheming; as, a designing man.
designing (n.)
The act of making designs or sketches; the act of forming designs or plans.
FAQs About the word designing
σχεδιάζοντας
the act of working out the form of something (as by making a sketch or outline or plan), concealing crafty designs for advancing your own interestof Design, Int
πονηρός,χαριτωμένος,δόλιος,ολισθηρός,λεπτός,επινοητικός,δελεαστικός,προσεκτικός,υπολογίζοντας,κρυμμένος
ατέχναστος,άμεσο,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος,ειλικρινής,αφελής,αθώος,φυσικός,προφανής,ανοιχτό,δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
designful => προσεγμένος στο σχεδιασμό, designer drug => Σχεδιασμένο ναρκωτικό, designer => Σχεδιαστής, designedly => σκόπιμα, designed => σχεδιασμένος,