Greek Meaning of astute

οξυδερκής

Other Greek words related to οξυδερκής

Definitions and Meaning of astute in English

Wordnet

astute (s)

marked by practical hardheaded intelligence

Webster

astute (a.)

Critically discerning; sagacious; shrewd; subtle; crafty.

FAQs About the word astute

οξυδερκής

marked by practical hardheaded intelligenceCritically discerning; sagacious; shrewd; subtle; crafty.

έμπειρος,πονηρός,έξυπνος,σοφός,φωτεινό,εξαιρετικό,πονηρός,αστραφτερός,εύστοχος,Έξυπνος

ατέχναστος,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος,Εύπιστος,αφελής,αθώος,αφελης,άθελά του,ανεπαίσθητος,ανόητος,εκμεταλλεύσιμος

asturian => αστουριανό, astun => Αστον, astucity => εξυπνάδα, πονηριά, astucious => πονηρός, astrut => καμαρώνω,