Greek Meaning of astuteness
οξυδέρκεια
Other Greek words related to οξυδέρκεια
- οξύνοια
- Διορατικότητα
- νοημοσύνη
- πανουργία
- ευφυΐα
- διορατικότητα
- διαυγής όραση
- πονηρός
- πανουργία
- Διάννοια
- οξύνοια
- γνώση
- αντίληψη
- Διορατικότητα
- αντίληψη
- οξυδέρκεια
- αίσθηση
- Ευκρίνεια
- σοφία
- κλουβί
- πείσμα
- τέχνη
- τέχνασμα
- χειροτεχνία
- πονηριά
- δολιότητα
- Διάκριση
- Φαιά ουσία
- δόλος
- αντίληψη
- λόγος
- οξυδέρκεια
- σοφία
- σοφία
- ολισθηρότητα
- πονηριά
- ύπουλος
- Λεπτότητα
- πανουργία
- εγκέφαλος/εγκέφαλοι
- προφύλαξη
- λεπτότητα
Nearest Words of astuteness
Definitions and Meaning of astuteness in English
astuteness (n)
intelligence manifested by being astute (as in business dealings)
the intellectual ability to penetrate deeply into ideas
FAQs About the word astuteness
οξυδέρκεια
intelligence manifested by being astute (as in business dealings), the intellectual ability to penetrate deeply into ideas
οξύνοια,Διορατικότητα,νοημοσύνη,πανουργία,ευφυΐα,διορατικότητα,διαυγής όραση,πονηρός,πανουργία,Διάννοια
αφέλεια,πρασινάδα,Ευχέρεια,αθωότητα,αφέλεια,αφέλεια,Απλότητα,Απλότητα,αφέλεια,αφέλεια
astutely => οξυδερκώς, astute => οξυδερκής, asturian => αστουριανό, astun => Αστον, astucity => εξυπνάδα, πονηριά,