Greek Meaning of greenness
πρασινάδα
Other Greek words related to πρασινάδα
- αθωότητα
- Φυσικότητα
- Απλότητα
- ειλικρίνεια
- αφέλεια
- ειλικρίνεια
- Άγνοια
- Ευχέρεια
- αφέλεια
- αφ ingenuousness
- Απλότητα
- αφέλεια
- αφέλεια
- αφέλεια
- αφύσικος
- αφέλεια
- Ειλικρίνεια
- απροσεξία
- παιδικότητα
- Αφελής
- ειλικρίνεια
- γνησιότητα
- Ευπιστία
- απροσεξία
- ιδεαλισμός
- μη πρακτικότητα
- Επηρεαστικότητα
- απειρία
- νησιωτικότητα
- αφέλεια
- λήθη
- ανοιχτότητα
- Τοπικισμός
- επαρχιωτισμός
- ωμότητα
- ευθύτητα
- απερισκεψία
- Αναλλοίωτος
- Άγνοια
- μετριοφροσύνη
- βλαστοσύνη
- αλογιά
- απλοϊκότητα
- απλοϊκότητα
Nearest Words of greenness
Definitions and Meaning of greenness in English
greenness (n)
the lush appearance of flourishing vegetation
the state of not being ripe
green color or pigment; resembling the color of growing grass
greenness (n.)
The quality of being green; viridity; verdancy; as, the greenness of grass, or of a meadow.
Freshness; vigor; newness.
Immaturity; unripeness; as, the greenness of fruit; inexperience; as, the greenness of youth.
FAQs About the word greenness
πρασινάδα
the lush appearance of flourishing vegetation, the state of not being ripe, green color or pigment; resembling the color of growing grassThe quality of being gr
αθωότητα,Φυσικότητα,Απλότητα,ειλικρίνεια,αφέλεια,ειλικρίνεια,Άγνοια,Ευχέρεια,αφέλεια,αφ ingenuousness
τέχνη,τεχνητότητα,Κυνισμός,ατιμία,Ανανδρεία,εκλέπτυνση,εγκοσμιότητα,επιτήδευση,προσοχή,προσοχή
greenmarket => Λαϊκή αγορά, greenmail => Πράσινος εκβιασμός, greenly => πράσινα, greenling => Σταυρίδι, greenlet => greenlet,