Greek Meaning of cynicism

Κυνισμός

Other Greek words related to Κυνισμός

Definitions and Meaning of cynicism in English

Wordnet

cynicism (n)

a cynical feeling of distrust

FAQs About the word cynicism

Κυνισμός

a cynical feeling of distrust

απελπισία,απελπισία,μελαγχολία,απελπισία,μελαγχολία,απαισιοδοξία,Λύπη,Θλίψη,Μπλουζ,απογοήτευση

ζητωκραυγές,ευθυμία,χαρά,μακαριότητα,έκσταση,ευφορία,ευφορία,ευφορία,υπερβολή,αγαλλίαση

cynically => κυνικά, cynical => κυνικός, cynic => Κυνικός, cynewulf => Cynewulf, cynara scolymus => Αγκινάρα,