Greek Meaning of wiliness
πανουργία
Other Greek words related to πανουργία
- πονηρός
- τέχνη
- τέχνασμα
- Υπολογισμός
- διορατικότητα
- Εξυπνάδα
- χειροτεχνία
- πονηριά
- δολιότητα
- ευκολία
- δόλος
- δημιουργικότητα
- πανουργία
- ολισθηρότητα
- πονηριά
- ύπουλος
- Λεπτότητα
- κλουβί
- Δολοπλοκία
- λεπτότητα
- φροντίδα
- δολιότητα
- σχεδιασμός
- Διπλότητα
- εγκατάσταση
- λεπτότητα
- πανουργία
- ευφυία
- ευφυΐα
- έμπειρος
- Ευκρίνεια
- πονηριά
- προφύλαξη
- Δολιότητα
- Δολιότητα
- αφέλεια
- Ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- καλή πίστη
- Ευχέρεια
- ανοιχτότητα
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- αξιοπιστία
- καλοσύνη
- ειλικρίνεια
- ακεραιότητα
- απλότητα
- Ακεραιότητα
- Αξιοπιστία
- στερεότητα
- αξιοπιστία
- αφέλεια
- ευπρέπεια
- αδιαφθορά
- αξιοπιστία
- δικαιοσύνη
- Αξιοπιστία
- ειλικρίνεια
- ευθύτητα
- Αρετή
- ειλικρίνεια
- αξιοπιστία
Nearest Words of wiliness
- wilhelm von opel => Βίλχελμ φον Όπελ
- wilhelm richard wagner => Βίλχελμ Ρίχαρντ Βάγκνερ
- wilhelm reich => Βίλχελμ Ράιχ
- wilhelm ostwald => Βίλχεμ Όστβαλντ
- wilhelm konrad rontgen => Βίλχελμ Κόνραντ Ρέντγκεν
- wilhelm konrad roentgen => Βίλχελμ Κόνραντ Ρέντγκεν
- wilhelm karl grimm => Βίλχελμ Καρλ Γκριμ
- wilhelm ii => Γουλιέλμος Β΄
- wilhelm grimm => Βίλχελμ Γκριμ
- wilhelm eduard weber => Βίλχελμ Έντουαρντ Βέμπερ
Definitions and Meaning of wiliness in English
wiliness (n)
shrewdness as demonstrated by being skilled in deception
wiliness (n.)
The quality or state of being wily; craftiness; cunning; guile.
FAQs About the word wiliness
πανουργία
shrewdness as demonstrated by being skilled in deceptionThe quality or state of being wily; craftiness; cunning; guile.
πονηρός,τέχνη,τέχνασμα,Υπολογισμός,διορατικότητα,Εξυπνάδα,χειροτεχνία,πονηριά,δολιότητα,ευκολία
αφέλεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,καλή πίστη,Ευχέρεια,ανοιχτότητα,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια
wilhelm von opel => Βίλχελμ φον Όπελ, wilhelm richard wagner => Βίλχελμ Ρίχαρντ Βάγκνερ, wilhelm reich => Βίλχελμ Ράιχ, wilhelm ostwald => Βίλχεμ Όστβαλντ, wilhelm konrad rontgen => Βίλχελμ Κόνραντ Ρέντγκεν,