Greek Meaning of inventiveness
δημιουργικότητα
Other Greek words related to δημιουργικότητα
Nearest Words of inventiveness
- inventor => εφευρέτης
- inventorial => απογραφικός
- inventoried => καταχωρημένα
- inventories => αποθέματα
- inventory => Απογραφή
- inventory accounting => Λογιστική αποθεμάτων
- inventory control => Έλεγχος αποθέματος
- inventory item => στοιχείο αποθέματος
- inventory-clearance sale => εκκαθάριση αποθεμάτων
- inventorying => [[απογραφή]]
Definitions and Meaning of inventiveness in English
inventiveness (n)
the power of creative imagination
FAQs About the word inventiveness
δημιουργικότητα
the power of creative imagination
δημιουργικότητα,φαντασία,φαντασία,φαντασία,γονιμότητα,ιδεοποίηση,εφεύρεση,πρωτοτυπία,Φαντασία,ευστροφία
κυριολεκτικότητα,κυριολεκτικότητα
inventively => Εφευρετικά, inventive => Δημιουργικός, inventious => εφευρετικός, invention => εφεύρεση, inventing => εφεύρεση,