Greek Meaning of creativity

δημιουργικότητα

Other Greek words related to δημιουργικότητα

Definitions and Meaning of creativity in English

Wordnet

creativity (n)

the ability to create

FAQs About the word creativity

δημιουργικότητα

the ability to create

Δημιουργικότητα,φαντασία,ευφυΐα,καινοτομία,δημιουργικότητα,ταλέντο,Εξυπνάδα,φαντασία,ευφυία,εφεύρεση

ξηρασία,ανία,Ανία

creativeness => Δημιουργικότητα, creatively => δημιουργικά, creative thinking => Δημιουργική σκέψη, creative thinker => δημιουργικός στοχαστής, creative person => δημιουργικός άνθρωπος,