Greek Meaning of inventively
Εφευρετικά
Other Greek words related to Εφευρετικά
- Έξυπνος
- δημιουργικός
- φανταστικός
- καινοτόμος
- επινοητικός
- κατάλληλος
- ευφυής
- Πρακτικός
- εκλεπτυσμένος
- χρήσιμος
- επιδέξιος
- περιπετειώδης
- Λίγο πιο έξυπνος
- σύνθετος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- ειδικός
- φρέσκος
- μανουσάκηδες
- εξεζητημένο
- καινοτομικός
- όμορφος
- πρακτικός
- έξυπνος
- καθαρός
- έξυπνος
- μυθιστόρημα
- πρωτότυπο
- έξυπνος
- δύσκολος
- οραματιστής
Nearest Words of inventively
- inventiveness => δημιουργικότητα
- inventor => εφευρέτης
- inventorial => απογραφικός
- inventoried => καταχωρημένα
- inventories => αποθέματα
- inventory => Απογραφή
- inventory accounting => Λογιστική αποθεμάτων
- inventory control => Έλεγχος αποθέματος
- inventory item => στοιχείο αποθέματος
- inventory-clearance sale => εκκαθάριση αποθεμάτων
Definitions and Meaning of inventively in English
inventively (r)
in an inventive manner
FAQs About the word inventively
Εφευρετικά
in an inventive manner
Έξυπνος,δημιουργικός,φανταστικός,καινοτόμος,επινοητικός,κατάλληλος,ευφυής,Πρακτικός,εκλεπτυσμένος,χρήσιμος
παράγωγος,βαρετό,πεダンτικός,πεζός,βαρετός,όχι δημιουργικός,φαντασίας,κονσέρβα,Τριμμένο,Ανέφικτο
inventive => Δημιουργικός, inventious => εφευρετικός, invention => εφεύρεση, inventing => εφεύρεση, inventibleness => εφευρετικότητα,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)