Greek Meaning of inventing
εφεύρεση
Other Greek words related to εφεύρεση
- παρασκευάζω
- κατασκευή
- σχεδιάζοντας
- σχεδίαση
- επινοώντας
- κατασκευή
- κατασκευή
- παραγωγική
- σκέψη (πάνω)
- νομισματοκοπία
- ερχόμενος με
- συλλαμβάνω
- μαγείρεμα
- Ονειροπόλημα ξύπνιοι
- ονειρευόμενος
- τύμπανο
- προληπτικός
- όραμα
- στοχαστικός
- φαντασιωνόμενος
- εκκόλαψη
- φανταζόμενος
- αυτοσχεδιάζοντας
- Μακιγιάζ
- πλαστογραφείν
- Βαμπιρισμός (πάνω)
- οπτικοποιώντας
Nearest Words of inventing
Definitions and Meaning of inventing in English
inventing (p. pr. & vb. n.)
of Invent
FAQs About the word inventing
εφεύρεση
of Invent
παρασκευάζω,κατασκευή,σχεδιάζοντας,σχεδίαση,επινοώντας,κατασκευή,κατασκευή,παραγωγική,σκέψη (πάνω),νομισματοκοπία
κλωνοποίηση,αντιγραφή,αντιγραφή,Μιμούμενος (masc. sing.),μιμούμενος,πολλαπλασιασμός,αναπαραγωγή,αντιγραφή,αντιγράφοντας
inventibleness => εφευρετικότητα, inventible => ακαταμάχητος, inventful => εφευρετικός, inventer => εφευρέτης, invented => εφεύρε,