Greek Meaning of reduplicating
αντιγράφοντας
Other Greek words related to αντιγράφοντας
Nearest Words of reduplicating
Definitions and Meaning of reduplicating in English
reduplicating
to form (a word) by reduplication, to make or perform again, to undergo reduplication
FAQs About the word reduplicating
αντιγράφοντας
to form (a word) by reduplication, to make or perform again, to undergo reduplication
αντιγραφή,αντιγραφή,Μιμούμενος (masc. sing.),απόδοση,πολλαπλασιασμός,αναπαραγωγή,κλωνοποίηση,αντιγραφή,ανακατασκευή,Αναψυκτικός
Δημιουργώντας,προερχόμενος,έναρξη,φανταζόμενος,εφεύρεση
reduplicated => διπλό, redundancies => απολύσεις, reductions => εκπτώσεις, reduces => μειώνει, reds => κόκκινοι,