Greek Meaning of reduplicated

διπλό

Other Greek words related to διπλό

Definitions and Meaning of reduplicated in English

reduplicated

to form (a word) by reduplication, to make or perform again, to undergo reduplication

FAQs About the word reduplicated

διπλό

to form (a word) by reduplication, to make or perform again, to undergo reduplication

τεχνητός,διπλότυπο,Τεχνητός,μίμηση,εξομοιωμένο,αντικαταστάτης,Συνθετικός,μεταγεγραμμένο,φωτοτυπημένο,αναπαράγω

πρωτότυπο,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,αρχετυπικός,αρχετυπικός,αυθεντικός,καλή τη πίστει,γνήσιος,νόμιμος,φυσικός,πραγματικός

redundancies => απολύσεις, reductions => εκπτώσεις, reduces => μειώνει, reds => κόκκινοι, redressing => διόρθωση,