Greek Meaning of reduplicated
διπλό
Other Greek words related to διπλό
- τεχνητός
- διπλότυπο
- Τεχνητός
- μίμηση
- εξομοιωμένο
- αντικαταστάτης
- Συνθετικός
- μεταγεγραμμένο
- φωτοτυπημένο
- αναπαράγω
- πιθηκίσιος
- αντίγραφο ασφαλείας
- ψεύτικος
- πλαστό
- Παραπλανητικός
- μιμητικός
- ψεύτικος
- σφυρηλατημένος
- δόλιος
- μιμητικός
- τεχνητός
- μιμητικός
- μιμητής
- Παραπλανητικό
- κοροϊδεύω
- πλαγιασμένος
- απάτη
- ΨΕΥΔΕΣ
- αντιγραμμένο
- κλεμμένο
- κονσέρβα
- ξε κομμένο και στεγνωμένο
- φανερό
- τυπικός
- επιπόλαιος
- ρουτίνα
- δουλοπρεπής
- ανούσιος
- όχι πρωτότυπο
- επιγονικός
- Επίγονος
Nearest Words of reduplicated
Definitions and Meaning of reduplicated in English
reduplicated
to form (a word) by reduplication, to make or perform again, to undergo reduplication
FAQs About the word reduplicated
διπλό
to form (a word) by reduplication, to make or perform again, to undergo reduplication
τεχνητός,διπλότυπο,Τεχνητός,μίμηση,εξομοιωμένο,αντικαταστάτης,Συνθετικός,μεταγεγραμμένο,φωτοτυπημένο,αναπαράγω
πρωτότυπο,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,αρχετυπικός,αρχετυπικός,αυθεντικός,καλή τη πίστει,γνήσιος,νόμιμος,φυσικός,πραγματικός
redundancies => απολύσεις, reductions => εκπτώσεις, reduces => μειώνει, reds => κόκκινοι, redressing => διόρθωση,