Greek Meaning of man-made
τεχνητός
Other Greek words related to τεχνητός
- τεχνητός
- ψεύτικος
- ψεύτικο
- μίμηση
- εξομοιωμένο
- Συνθετικός
- ψεύτικος
- πλαστό
- Σχεδιαστής
- κούκλα
- υποκατάστατο
- Τεχνητός
- ΨΕΥΔΕΣ
- μιμητικός
- κατασκευασμένος
- μιμητής
- κοροϊδεύω
- προσποιούμαι
- απάτη
- αντικαταστάτης
- Νοθευμένο
- επινοημένη
- μορφωμένος
- Παραπλανητικός
- παραποιημένο
- σχεδιασμένος
- επινοημένος
- σφυρηλατημένος
- δόλιος
- χειραγωγημένος
- Παραπλανητικό
- ψεύτικος
- ψεύτικη
- διαδικασία
- ψευδο-
- μη αυθεντικός
Nearest Words of man-made
Definitions and Meaning of man-made in English
man-made (s)
not of natural origin; prepared or made artificially
FAQs About the word man-made
τεχνητός
not of natural origin; prepared or made artificially
τεχνητός,ψεύτικος,ψεύτικο,μίμηση,εξομοιωμένο,Συνθετικός,ψεύτικος,πλαστό,Σχεδιαστής,κούκλα
γνήσιος,φυσικός,πραγματικός,αυθεντικός,καλή τη πίστει,νόμιμος,ποιότητα,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,πολύτιμος,premium
manly => Ανδρικός, manling => Άντρας, manliness => Ανδρισμός, manlike => Ανδρικός, manlessly => χωρίς ανδρισμό,