Greek Meaning of counterfeit
πλαστό
Other Greek words related to πλαστό
- ψεύτικος
- ΨΕΥΔΕΣ
- σφυρηλατημένος
- μίμηση
- τεχνητός
- ψεύτικος
- Παραπλανητικός
- μη αυθεντικό
- κατασκευασμένος
- διακοσμητικός
- ψεύτικος
- ψεύτικη
- απάτη
- ειρωνικός
- πλαστό
- Συνθετικός
- μη αυθεντικός
- μορφωμένος
- Ψευδής
- κούκλα
- επινοημένος
- Τεχνητός
- τεχνητός
- μιμητής
- Παραπλανητικό
- κοροϊδεύω
- Μη λειτουργικό
- κουίρ
- εξομοιωμένο
- αντικαταστάτης
Nearest Words of counterfeit
- counterfactuality => αντιπραγματικότητα
- counterfactual => Αντιπαραδειγματικός
- counterexample => Αντίθετο παράδειγμα
- counterespionage => αντικατασκοπία
- counter-drill => αντιδιάτρηση
- counterdemonstrator => αντεπιτιθέμενος
- counterdemonstration => Αντιδιαδήλωση
- countercurrent => αντιρροή
- counterculture => Αντικουλτούρα
- countercoup => αντικρατική πραξικοπηματική ενέργεια
- counterfeiter => πλαστογράφος
- counterfire => αντεπίθεση
- counterfoil => αποκόμμα
- counterglow => αντιφέγγισμα
- counterinsurgency => αντεπανάσταση
- counterinsurgent => Αντεπαναστάτης
- counterintelligence => Αντικατασκοπεία
- counterintuitive => αντιφατικό
- counterintuitively => αντιδιαισθητικά
- counterirritant => αντερεθιστικό
Definitions and Meaning of counterfeit in English
counterfeit (n)
a copy that is represented as the original
counterfeit (v)
make a copy of with the intent to deceive
counterfeit (a)
not genuine; imitating something superior
FAQs About the word counterfeit
πλαστό
a copy that is represented as the original, make a copy of with the intent to deceive, not genuine; imitating something superior
ψεύτικος,ΨΕΥΔΕΣ,σφυρηλατημένος,μίμηση,τεχνητός,ψεύτικος,Παραπλανητικός,μη αυθεντικό,κατασκευασμένος,διακοσμητικός
αυθεντικός,καλή τη πίστει,γνήσιος,πραγματικός,πραγματικός,φυσικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,γνήσιος,έγκυρος
counterfactuality => αντιπραγματικότητα, counterfactual => Αντιπαραδειγματικός, counterexample => Αντίθετο παράδειγμα, counterespionage => αντικατασκοπία, counter-drill => αντιδιάτρηση,