Greek Meaning of spurious

πλαστό

Other Greek words related to πλαστό

Definitions and Meaning of spurious in English

Wordnet

spurious (s)

ostensibly valid, but not actually valid

plausible but false

born out of wedlock

false or fake; not what it appears to be

FAQs About the word spurious

πλαστό

ostensibly valid, but not actually valid, plausible but false, born out of wedlock, false or fake; not what it appears to be

πλαστό,ψεύτικος,ΨΕΥΔΕΣ,σφυρηλατημένος,τεχνητός,ψεύτικος,Παραπλανητικός,μίμηση,μη αυθεντικό,κατασκευασμένος

αυθεντικός,καλή τη πίστει,γνήσιος,πραγματικός,πραγματικός,φυσικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,γνήσιος,έγκυρος

spurge nettle => Κνίδη, spurge laurel => Ροδόδαφνη, spurge family => Ευφορβιάδες, spurge => σπιρούνι, spur wheel => Οδοντωτός τροχός,