Greek Meaning of slavish
δουλοπρεπής
Other Greek words related to δουλοπρεπής
- μιμητικός
- τυπικός
- μίμηση
- μιμητικός
- πιθηκίσιος
- κονσέρβα
- Παραπλανητικός
- δόλιος
- μιμητικός
- μιμητής
- Παραπλανητικό
- κοροϊδεύω
- όχι πρωτότυπο
- ΨΕΥΔΕΣ
- αντιγραμμένο
- Επίγονος
- τεχνητός
- αντίγραφο ασφαλείας
- ψεύτικος
- πλαστό
- ξε κομμένο και στεγνωμένο
- διπλότυπο
- Τεχνητός
- ψεύτικος
- σφυρηλατημένος
- επιπόλαιος
- πλαγιασμένος
- ρουτίνα
- απάτη
- εξομοιωμένο
- αντικαταστάτης
- Συνθετικός
- μεταγεγραμμένο
- ανούσιος
- κλεμμένο
- επιγονικός
- φωτοτυπημένο
- διπλό
- αναπαράγω
Nearest Words of slavish
Definitions and Meaning of slavish in English
slavish (s)
blindly imitative
abjectly submissive; characteristic of a slave or servant
slavish (a.)
Of or pertaining to slaves; such as becomes or befits a slave; servile; excessively laborious; as, a slavish life; a slavish dependance on the great.
FAQs About the word slavish
δουλοπρεπής
blindly imitative, abjectly submissive; characteristic of a slave or servantOf or pertaining to slaves; such as becomes or befits a slave; servile; excessively
μιμητικός,τυπικός,μίμηση,μιμητικός,πιθηκίσιος,κονσέρβα,Παραπλανητικός,δόλιος,μιμητικός,μιμητής
πρωτότυπο,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,αρχετυπικός,αρχετυπικός,αυθεντικός,καλή τη πίστει,κλασικός,γνήσιος,νόμιμος,φυσικός
slaving => ενασχολούμαι με το σκλάβωμα, slavic people => Σλάβοι, slavic language => Σλαβική γλώσσα, slavic => σλαβικός, slavey => δούλος,