Greek Meaning of slavishly
δουλοπρεπώς
Other Greek words related to δουλοπρεπώς
- επίπονα
- επιμελώς
- συνεχώς
- αποφασιστικά
- επιμελώς
- επίμονα
- σκληρός
- επιμελώς
- έντονα
- έντονα
- προσεκτικά
- επίπονα
- ηθελημένα
- αποφασιστικά
- επιμελώς
- σθεναρά
- ενεργά
- πολύ
- με ζήλο
- γρήγορα
- αδιάκοπα
- συνειδητά
- δυναμικά
- ενεργητικά
- πυρετωδώς
- μόλις
- σχολαστικά
- πολύ
- επιμελώς
- σοβαρά
- σταθερά
- σταθερά
- διεξοδικά
- αμείλικτα
- σφοδρά
- δυναμικά
- εκ προθέσεως
- ζηλωτά
- αδιάκοπα
- εκδηλωτικά
- προσεκτικά
- ειλικρινά
- εξαντλητικά
- ακούραστα
- πεισματικά
- αργά
- πνευματικά
- πεισματικά
- Ακούραστα
- αμείωτα
- ακούραστα
- ακούραστα
Nearest Words of slavishly
Definitions and Meaning of slavishly in English
slavishly (r)
in a slavish manner
FAQs About the word slavishly
δουλοπρεπώς
in a slavish manner
επίπονα,επιμελώς,συνεχώς,αποφασιστικά,επιμελώς,επίμονα,σκληρός,επιμελώς,έντονα,έντονα
τυχαία,άσχετα,αμέριμνα,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα,αργά,κουρασμένα,Χλιαρά,αδιάφορα
slavish => δουλοπρεπής, slaving => ενασχολούμαι με το σκλάβωμα, slavic people => Σλάβοι, slavic language => Σλαβική γλώσσα, slavic => σλαβικός,