Greek Meaning of slavishly

δουλοπρεπώς

Other Greek words related to δουλοπρεπώς

Definitions and Meaning of slavishly in English

Wordnet

slavishly (r)

in a slavish manner

FAQs About the word slavishly

δουλοπρεπώς

in a slavish manner

επίπονα,επιμελώς,συνεχώς,αποφασιστικά,επιμελώς,επίμονα,σκληρός,επιμελώς,έντονα,έντονα

τυχαία,άσχετα,αμέριμνα,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα,αργά,κουρασμένα,Χλιαρά,αδιάφορα

slavish => δουλοπρεπής, slaving => ενασχολούμαι με το σκλάβωμα, slavic people => Σλάβοι, slavic language => Σλαβική γλώσσα, slavic => σλαβικός,