Greek Meaning of strenuously
σθεναρά
Other Greek words related to σθεναρά
- άγρια
- σταθερά
- με τη βία
- σκληρός
- έντονα
- σφοδρά
- δυναμικά
- ενεργά
- δυναμικά
- ανυπόμονα
- ενεργητικά
- εκρηκτικά
- γρήγορος
- βίαια
- πολύ
- δυναμικά
- στρογγυλά
- έντονα
- άκαμπτα
- άκαμπτα
- σταθερά
- με μανία
- με όλη τη δύναμη
- επιθετικά
- εκδηλωτικά
- με αυτοπεποίθηση
- γρήγορα
- τραγανός
- αποφασιστικά
- αποφασιστικά
- εμφατικά
- αμετάβλητα
- γενναία
- θερμότατα
- έντονα
- προσεκτικά
- ζωηρά
- γενναία
- μυϊκά
- ισχυρά
- ηθελημένα
- αποφασιστικά
- άκαμπτα
- ανθεκτικά
- Αδίστακτα
- έξυπνα
- σταθερά
- γερά
- πνευματικά
- Τετραγωνικά
- σταθερά
- σταθερά
- σίγουρα
- ζωηρά
- σαν τρελοί
- κερδίζω από τη μπάντα
Nearest Words of strenuously
- strenuousness => αγχωτικός
- strep => στρεπτόκοκκος
- strep throat => Στρεπτόκοκκος του φάρυγγα
- strepera => θορυβώδης
- strepsiceros => Στρεψίκερος
- strepsirhini => Προπίθηκοι
- streptobacillus => Στρεπτόβακτρο
- streptocarpus => Στρεπτόκαρπος
- streptococcal => στρεπτοκοκκικός
- streptococcal sore throat => Στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα
Definitions and Meaning of strenuously in English
strenuously (r)
in a strenuous manner; strongly or vigorously
FAQs About the word strenuously
σθεναρά
in a strenuous manner; strongly or vigorously
άγρια,σταθερά,με τη βία,σκληρός,έντονα,σφοδρά,δυναμικά,ενεργά,δυναμικά,ανυπόμονα
Απαλά,ελαφρά,αμυδρά,απαλά,απαλά,αδύναμα,αναποτελεσματικά,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα
strenuous => ανταγωνιστικό, strenuosity => προσπάθεια, strengthening => ενδυνάμωση, strengthener => ενισχυτικό, strengthened => Ενισχυμένο,