FAQs About the word rigidly

άκαμπτα

in a rigid mannerIn a rigid manner; stiffly.

προσεκτικά,αυστηρά,ακριβώς,αυστηρά,συνειδητά,ακριβώς,σχολαστικά,ευσυνείδητα

χαλαρά,ανακριβώς,ανακριβώς

rigidity => ακαμψία, rigidifying => σκληρυνόμενη, rigidify => σκληραίνει, rigidification => ακαμψία, rigid => άκαμπτος,