FAQs About the word strictly

αυστηρά

restricted to something, in a stringent manner, in a rigorous manner

προσεκτικά,ακριβώς,άκαμπτα,αυστηρά,ακριβώς,συνειδητά,σχολαστικά,ευσυνείδητα

χαλαρά,ανακριβώς,ανακριβώς

strict => αυστηρός, strickle => χάρακας, strickland => στρικλαντ, stricken => πληγωμένος, striatum => ραβδωτό σώμα,