FAQs About the word strider

περιπατητής

a person who walks rapidly with long steps

Μάρτιος,αρχείο,ρυθμός,παρέλαση,βήμα,βήμα χήνας,πεζοπορία,περιπατώ,πατάω με δύναμη,περιφέρω

περίπατος,περιπλανάμαι,αργός περίπατος,περιπλανιέμαι

stridently => έντονα, strident => στριγγός, stridency => στριγκός, stridence => τριγμός, stride => Βήμα,