Greek Meaning of strife

διαμάχη

Other Greek words related to διαμάχη

Definitions and Meaning of strife in English

Wordnet

strife (n)

lack of agreement or harmony

bitter conflict; heated often violent dissension

FAQs About the word strife

διαμάχη

lack of agreement or harmony, bitter conflict; heated often violent dissension

σύγκρουση,διχόνοια,Διχόνοια,Δισταγμός,διαφωνία,Τριβή,Σχίσμα,Πόλεμος,πόλεμος,διαφωνία

συμφωνία,Αρμονία,Ειρήνη,συμφωνία,ομόνοια,συμφωνία,συνεργασία,Ανταγωνισμός

stridulation => Στριγμός, stridulate => τρίζω (trízō), stridor => Στριδώρ, strider => περιπατητής, stridently => έντονα,