Greek Meaning of stomp

πατάω με δύναμη

Other Greek words related to πατάω με δύναμη

Definitions and Meaning of stomp in English

Wordnet

stomp (n)

a dance involving a rhythmical stamping step

Wordnet

stomp (v)

walk heavily

FAQs About the word stomp

πατάω με δύναμη

a dance involving a rhythmical stamping step, walk heavily

Ανάμειξη,σκοντάφτω,φορτηγίδα,συστάδα,σύρετε,μαστίγιο,Πλατύς,τρέχω αδέξια,τράνταγμα,εξόγκωμα

αεράκι,ακτή,ολίσθηση,ολίσθηση,Αβγοδάρτης,παρασύρειν,επιπλέω,κρέμασμα,Κρέμω,βαλς

stomatous => στοματώδες, stomatopoda => Δολοφόνοι γαρίδες, stomatopod crustacean => Στοματοπόδες, stomatopod => Κρουστακοειδή, stomatoplasty => Στοματοπλαστική,