Greek Meaning of stomatal
στοματικό
Other Greek words related to στοματικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of stomatal
- stomachic => στομαχικό
- stomacher => στομαχικό
- stomachal => γαστρικός
- stomachache => πόνος στο στομάχι
- stomach upset => Πόνος στο στομάχι
- stomach sweetbread => Στομάχι γλυκό
- stomach pump => Πλύση στομάχου
- stomach flu => Γαστρεντερίτιδα
- stomach exercise => Ασκήσεις κοιλιακών
- stomach ache => Πόνος στο στομάχι
Definitions and Meaning of stomatal in English
stomatal (a)
relating to or of the nature of or having a mouth or mouthlike opening
relating to or constituting plant stomata
FAQs About the word stomatal
στοματικό
relating to or of the nature of or having a mouth or mouthlike opening, relating to or constituting plant stomata
No synonyms found.
No antonyms found.
stomachic => στομαχικό, stomacher => στομαχικό, stomachal => γαστρικός, stomachache => πόνος στο στομάχι, stomach upset => Πόνος στο στομάχι,