Greek Meaning of steadfastly

σταθερά

Other Greek words related to σταθερά

Definitions and Meaning of steadfastly in English

Wordnet

steadfastly (r)

with resolute determination

FAQs About the word steadfastly

σταθερά

with resolute determination

ενεργά,με ζήλο,προσεκτικά,γρήγορα,αδιάκοπα,συνειδητά,συνεχώς,αποφασιστικά,επίμονα,δυναμικά

τυχαία,άσχετα,αμέριμνα,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα,αργά,κουρασμένα,Χλιαρά,αδιάφορα

steadfast => σταθερός, stead => στη θέση, std => std, staysail => σταύρος **(stávros), stays => μένει,