Greek Meaning of vehemently

σφοδρά

Other Greek words related to σφοδρά

Definitions and Meaning of vehemently in English

Wordnet

vehemently (r)

in a vehement manner

Webster

vehemently (adv.)

In a vehement manner.

FAQs About the word vehemently

σφοδρά

in a vehement mannerIn a vehement manner.

ενεργά,εκδηλωτικά,γρήγορα,αδιάκοπα,αποφασιστικά,επίμονα,δυναμικά,ενεργητικά,πυρετωδώς,έντονα

τυχαία,αμέριμνα,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα,αργά,κουρασμένα,Χλιαρά,άσχετα,αδιάφορα

vehement => βίαιη, vehemency => Αιωνιότητα, vehemence => Ορμή, veggie => λαχανικά, vegetous => Φυτικός,