Greek Meaning of steadily

σταθερά

Other Greek words related to σταθερά

Definitions and Meaning of steadily in English

Wordnet

steadily (r)

at a steady rate or pace

in a steady manner

FAQs About the word steadily

σταθερά

at a steady rate or pace, in a steady manner

συνήθως,σταθερά,συνεχώς,συχνά,γενικά,συχνά,τακτικά,επανειλημμένα,συνεχώς,συνήθως

διαλειμματικά,ποτέ,περιστασιακά,μερικές φορές,σπάνια,ποτέ,περιοδικά,σπάνια,σπάνια,σποραδικά

steadied => σταθερός, steadfastness => σταθερότητα, steadfastly => σταθερά, steadfast => σταθερός, stead => στη θέση,