Greek Meaning of unfailingly
αναπόφευκτα
Other Greek words related to αναπόφευκτα
Nearest Words of unfailingly
Definitions and Meaning of unfailingly in English
unfailingly (r)
without fail
FAQs About the word unfailingly
αναπόφευκτα
without fail
πάντα,σταθερά,συνεχώς,συνεχώς,πάντα,συνεχώς,ποτέ,για πάντα,συχνά,ασταμάτητα
ποτέ,περιστασιακά,μερικές φορές,σπάνια,διαλειμματικά,περιοδικά,σπάνια,σπάνια,σποραδικά,ασυνήθιστα
unfailing => αξιόπιστος, unfailable => αλάθητος, unfading => αμάραντο, unfaceted => αόριστος, unface => χωρίς πρόσωπο,