Greek Meaning of periodically
περιοδικά
Other Greek words related to περιοδικά
- συνεχώς
- συχνά
- τακτικά
- πάντα
- συνήθως
- σταθερά
- συνεχώς
- συνεχώς
- <br>
- για πάντα
- συνήθως
- διαλειμματικά
- συχνά
- συνήθως
- επανειλημμένα
- τακτικά
- ξανά και ξανά
- γενικά
- ανά ώρα
- ασταμάτητα
- πάντα
- συνήθως
- συχνά
- συχνά
- ξανά και ξανά
- αιώνια
- διαρκώς
- σταθερά
- συνήθως
- αδιάκοπα
- αναπόφευκτα
- συνεχώς
- συνήθως
- συνεχώς
- νύχτα και μέρα
- αδιάκοπα
Nearest Words of periodically
- periodicalist => περιοδικός
- periodical cicada => περιοδική τζιτζίκα
- periodical => περιοδικό
- periodic table => Περιοδικός πίνακας
- periodic sentence => Περιοδικός εγκλεισμός
- periodic movement => Περιοδική κίνηση
- periodic motion => Περιοδική κίνηση
- periodic law => Περιοδικός Πίνακας
- periodic event => Περιοδικό γεγονός
- periodic edema => Περιοδικό οίδημα
- periodicalness => περιοδικότητα
- periodicities => περιοδικότητες
- periodicity => περιοδικότητα
- periodide => Περιοδίδιο
- periodontal => περιοδοντικός
- periodontal disease => περιοδοντίτιδα
- periodontia => περιοδοντία
- periodontic => περιοδοντικός
- periodontics => Περιοδοντολογία
- periodontist => περιοδοντολόγος
Definitions and Meaning of periodically in English
periodically (r)
in a sporadic manner
periodically (adv.)
In a periodical manner.
FAQs About the word periodically
περιοδικά
in a sporadic mannerIn a periodical manner.
συνεχώς,συχνά,τακτικά,πάντα,συνήθως,σταθερά,συνεχώς,συνεχώς,<br>,για πάντα
διαλειμματικά,Ανώμαλα,περιστασιακά,μερικές φορές,σποραδικά,επεισοδιακά,άτακτα,σπάνια,μικρός,ποτέ
periodicalist => περιοδικός, periodical cicada => περιοδική τζιτζίκα, periodical => περιοδικό, periodic table => Περιοδικός πίνακας, periodic sentence => Περιοδικός εγκλεισμός,