FAQs About the word variably

μεταβλητά

with variation; in a variable manner or to a variable degreeIn a variable manner.

διαφορετικά,Λίγο πολύ,αόριστα

ακόμα,ακριβώς,ρητά,μόνο,τέλεια,ακριβώς,ομοιόμορφα,άψογα,πανομοιότυπα

variable-pitch propeller => Προπέλα μεταβλητού βήματος, variableness => μεταβλητότητα, variable star => Μεταβλητός αστέρας, variable resistor => Μεταβλητή αντίσταση, variable quantity => Μεταβλητή ποσότητα,