Greek Meaning of erratically

άτακτα

Other Greek words related to άτακτα

Definitions and Meaning of erratically in English

Wordnet

erratically (r)

in an erratic unpredictable manner

FAQs About the word erratically

άτακτα

in an erratic unpredictable manner

τυχαία,χωρίς στόχο,comunque,τυχαία,τυχαία,άσχετα,τυχαίος,τυχαία,ανεπίσημα,Ανώμαλα

προσεκτικά,μεθοδικά,συστηματικά,εκούσια,επίσημα,προσεκτικά,σκόπιμα,σχολαστικά,οργανωμένος,ηθελημένα

erratical => περιστασιακός, erratic => ασταθής, errata => σφάλματα τύπου, errantry => ιππότης, errantia => ερραντία,