Greek Meaning of erratical
περιστασιακός
Other Greek words related to περιστασιακός
- Αρκετός
- τυχαίος
- διασκορπισμένο
- τυχαίο
- ασκόπως
- ανεπίσημος
- εξαρτώμενος
- αποσπασματικός
- τυχαίος
- τυχαίος
- ακανόνιστος
- τυχερός
- μονός
- πρόχειρος
- αδέσποτο
- ευκαιρία
- επικίνδυνο
- χωρίς κατεύθυνση
- ακατάστατη
- ανοργάνωτος
- τυχαίος
- τυχερός
- χαοτικά
- ακούσιος
- τυχαίο
- αδιάκριτος
- διάσπαρτος
- κουκκίδα
- απρόσεκτος
- Ακατεύθυντος
- ακούσιος
- ακούσιο
- απρογραμμάτιστος
- μη προμελετημένο
- μη επιλεκτικός
- μη συστηματικός
- όπως-όπως
- σταθερά
- συνεχής
- σταθερός
- μεθοδικός
- οργανωμένος
- οργανωμένος
- τακτικός
- σταθερός
- σταθερός
- συστηματικός
- διατεταγμένος
- ενήμερος
- εσκεμμένος
- καθιερωμένος
- ακόμα
- μεθοδικός
- μη τυχαίο
- σετ
- συστηματοποιημένο
- συνειδητός
- διαχειρίζεται
- ορχηστρωμένος
- παραγγελθέντα
- προγραμματισμένη
- σκόπιμος
- στοχαστικός
- εσκεμμένος
- εκούσιος
Nearest Words of erratical
Definitions and Meaning of erratical in English
erratical (a.)
Erratic.
FAQs About the word erratical
περιστασιακός
Erratic.
Αρκετός,τυχαίος,διασκορπισμένο,τυχαίο,ασκόπως,ανεπίσημος,εξαρτώμενος,αποσπασματικός,τυχαίος,τυχαίος
σταθερά,συνεχής,σταθερός,μεθοδικός,οργανωμένος,οργανωμένος,τακτικός,σταθερός,σταθερός,συστηματικός
erratic => ασταθής, errata => σφάλματα τύπου, errantry => ιππότης, errantia => ερραντία, errant => περιπλανώμενος,