Greek Meaning of erroneousness

σφάλμα

Other Greek words related to σφάλμα

Definitions and Meaning of erroneousness in English

Wordnet

erroneousness (n)

inadvertent incorrectness

FAQs About the word erroneousness

σφάλμα

inadvertent incorrectness

εξαπάτηση,εξαπάτηση,Παραίσθηση,παραλογισμός,παραλογισμός,ψεύδος,ψευτιά,αναλήθεια,ψέμα,ανακρίβεια

ακρίβεια,αλήθεια,πραγματικότητα,ορθότητα,αξιοπιστία,γνησιότητα,ειλικρίνεια,αλήθεια,πραγματικότητα,πραγματικότητα

erroneously => εσφαλμένα, erroneous belief => Λανθασμένη πεποίθηση, erroneous => εσφαλμένος, erring => εσφαλμένος, errhine => ρινικό,