Greek Meaning of credibility

αξιοπιστία

Other Greek words related to αξιοπιστία

Definitions and Meaning of credibility in English

Wordnet

credibility (n)

the quality of being believable or trustworthy

FAQs About the word credibility

αξιοπιστία

the quality of being believable or trustworthy

ακρίβεια,αυθεντικότητα,αξιοπιστία,ακεραιότητα,πιθανοφάνεια,Αξιοπιστία,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,αξιοπιστία

τέχνασμα,καμπυλότητα,εξαπάτηση,προσποιούμενος,εξαπάτηση,Διπλωματία,Διπλότητα,πλαστό,ψευτιά,αναλήθεια

credenza => Μπουφές, credentials => διαπιστευτήρια, credentialled => διαπιστευμένος, credential => διαπιστευτήρια, credendum => Πιστεύω,