Greek Meaning of oiliness
λιπαρότητα
Other Greek words related to λιπαρότητα
- τέχνη
- δολιότητα
- πονηριά
- δολιότητα
- Ανανδρεία
- σκιερός
- Ευκρίνεια
- πονηριά
- πανουργία
- ραδιουργίες, παρασκήνια
- ολισθηρότητα
- ολισθηρότητα
- πονηριά
- ύπουλος
- προδοσία
- πανουργία
- Δολιότητα
- τέχνασμα
- Σικάν
- καμπυλότητα
- πονηρός
- απάτη
- δολιότητα
- εξαπάτηση
- εξαπάτηση
- ατιμία
- εξαπάτηση
- Διπλωματία
- απάτη
- Διπλότητα
- πλαστό
- πανουργία
- τυχερά παιχνίδια
- δόλος
- Απάτη
- απάτη
- ρουφιάνικα
- ζογκλερικά
- Δεξιοτεχνία
- Τσαρλατανισμός
- Πονηριά
- δόλος
- δόλος
- προφύλαξη
- κλουβί
- απάτη
- άνω κάτω
- Άτιμο παιχνίδι
- βρόμικα κόλπα
- συνωμοσία
- Σχεδιαστής
- μυστικότητα
- μυστικότητα
- Δολιότητα
Nearest Words of oiliness
Definitions and Meaning of oiliness in English
oiliness (n)
consisting of or covered with oil
smug self-serving earnestness
oiliness (n.)
The quality of being oily.
FAQs About the word oiliness
λιπαρότητα
consisting of or covered with oil, smug self-serving earnestnessThe quality of being oily.
τέχνη,δολιότητα,πονηριά,δολιότητα,Ανανδρεία,σκιερός,Ευκρίνεια,πονηριά,πανουργία,ραδιουργίες, παρασκήνια
αφέλεια,ειλικρίνεια,Ευχέρεια,ειλικρίνεια,αφέλεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ανοιχτότητα,απλότητα,ειλικρίνεια
oil-industry analyst => αναλυτής της πετρελαιοβιομηχανίας, oil-hardened steel => Σκληρυμένος στον αέρα χάλυβας, oil-fired => ελαιοκινούμενος, oilfield => Πετρέλαιο, oilery => ελαιουργείο,