FAQs About the word oiling

λίπανση

of Oil

λίπανση,λουτρό,λιπαντικό,γλυστερός,μούλιασμα,Πλύσιμο,αποτρίχωση με κερί,βρέξιμο,κατάσβεση,ραβδοσκοπία

ξήρανση,τραχύτητα,τραχύτητα,χοντράνοντας,αφυδατωτικός,στάχτες,καυστικός

oiliness => λιπαρότητα, oil-industry analyst => αναλυτής της πετρελαιοβιομηχανίας, oil-hardened steel => Σκληρυμένος στον αέρα χάλυβας, oil-fired => ελαιοκινούμενος, oilfield => Πετρέλαιο,