Greek Meaning of oiling
λίπανση
Other Greek words related to λίπανση
Nearest Words of oiling
Definitions and Meaning of oiling in English
oiling (p. pr. & vb. n.)
of Oil
FAQs About the word oiling
λίπανση
of Oil
λίπανση,λουτρό,λιπαντικό,γλυστερός,μούλιασμα,Πλύσιμο,αποτρίχωση με κερί,βρέξιμο,κατάσβεση,ραβδοσκοπία
ξήρανση,τραχύτητα,τραχύτητα,χοντράνοντας,αφυδατωτικός,στάχτες,καυστικός
oiliness => λιπαρότητα, oil-industry analyst => αναλυτής της πετρελαιοβιομηχανίας, oil-hardened steel => Σκληρυμένος στον αέρα χάλυβας, oil-fired => ελαιοκινούμενος, oilfield => Πετρέλαιο,