Greek Meaning of dehydrating
αφυδατωτικός
Other Greek words related to αφυδατωτικός
- αποξηραίνω
- αποστράγγιση
- εξαντλητικό
- εξαντλητικός
- απολιθώνοντας
- εξασθένιση
- Φορεμένος
- απονομευτικά
- Ευνουχίζω
- απόσβεση
- Απόσβεση
- νεκρωτικό
- εξουθενωτικό
- αποθαρρυντικός
- αποδυναμωτικό
- κουραστικός
- Γκελντινγκ
- υπονομεύω
- αποζωογονητικό
- λοβοτομία
- αποθαρρυντικός
- απογοητευτικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- καίει
- κάνει μέσα
- εξαντλητικό (έξω)
- φθαρμένος
- διεγερτικός
- ενθαρρυντικός
- φόρτιση
- ενεργειακός
- αναζωογονητικός
- συναρπαστικός
- ζύμωση
- τονωτικός
- επιτάχυνση
- διεγερτικός
- διεγερτικό
- Ανάδευση
- ζωοποιητικό
- ζωογόνος
- υποκίνηση
- ενίσχυση
- επευφημώντας
- ηλεκτριστικό
- απόλυση
- υποδαυλίζοντας
- ενδυναμωτικός
- γαλβανισμός
- υποκινητικός
- φλεγμονώδης
- εμπνευσμένος
- υποκινητικός
- προσάναμμα
- ανύψωση
- προκλητικός
- αναγεννητικός
- σπινθήρας
- σκανδάλη
- μαστίγωμα (πάνω)
- επιπλέον
- Ενθάρρυνση
- ενθαρρυντικός
- αναζωογονητικός
- ανανέωση
- αναζωογονώντας
- αναζωογονητικός
- αναβιωτικό
- φλεγμονώδης
- ενεργοποίηση
- αναζωογονητικός
- επαναφορά
- επαναφόρτιση
- reenergizing
- επανενεργοποίηση
- αναζωογονητικός
- αναζωπυρώνω
- ανάσταση
Nearest Words of dehydrating
Definitions and Meaning of dehydrating in English
dehydrating
to remove water from (as foods), to remove bound water or hydrogen and oxygen from (a chemical compound) in the proportion in which they form water, to lose water or body fluids, to deprive of vitality or savor, to remove water from (something, such as a food)
FAQs About the word dehydrating
αφυδατωτικός
to remove water from (as foods), to remove bound water or hydrogen and oxygen from (a chemical compound) in the proportion in which they form water, to lose wat
αποξηραίνω,αποστράγγιση,εξαντλητικό,εξαντλητικός,απολιθώνοντας,εξασθένιση,Φορεμένος,απονομευτικά,Ευνουχίζω,απόσβεση
διεγερτικός,ενθαρρυντικός,φόρτιση,ενεργειακός,αναζωογονητικός,συναρπαστικός,ζύμωση,τονωτικός,επιτάχυνση,διεγερτικός
dehydrates => αφυδατώνει, dehumidifying => Αφυγραντήρας, dehumidifies => Αφυγράνει, dehumidified => αφυγρανθέν, dehumidification => Αφυγρασία,