Greek Meaning of emboldening

Ενθάρρυνση

Other Greek words related to Ενθάρρυνση

Definitions and Meaning of emboldening in English

Webster

emboldening (p. pr. & vb. n.)

of Embolden

FAQs About the word emboldening

Ενθάρρυνση

of Embolden

ενθαρρυντικός,εμπνευσμένος,αντέχω,επευφημία (πάνω),ενθαρρυντικός,εμπνευστικός,ενισχύοντας,Κλοπή,κινούμενος,διαβεβαιωτικός

αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,απονομευτικά,εξουθενωτικό,απογοητευτικός,καταθλιπτικός,αποθαρρυντικός,φοβερός,εξασθένιση

emboldener => ενθαρρυντής, emboldened => ενθαρρυμένος, embolden => ενθαρρύνω, emboitement => φωλεοποίηση, emboil => βράζω,