Greek Meaning of bearing up

αντέχω

Other Greek words related to αντέχω

Definitions and Meaning of bearing up in English

bearing up

support, encourage, to have the strength or courage, to summon up courage, resolution, or strength, to prove to be effective or able to withstand something, to prove to be true, accurate, or valid

FAQs About the word bearing up

αντέχω

support, encourage, to have the strength or courage, to summon up courage, resolution, or strength, to prove to be effective or able to withstand something, to

ενθαρρύνω,επιπλέων (πάνω),επευφημία (πάνω),ενθαρρυντικός,εμπνευσμένος,κελαηδώντας (πάνω),Ενθάρρυνση,εμπνευστικός,ενισχύοντας,Κλοπή

αποθαρρυντικός,καταθλιπτικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,απονομευτικά,εξουθενωτικό,απογοητευτικός,αποθαρρυντικός,φοβερός,εξασθένιση

bearing out => επιβεβαιώνοντας, bearing down on => πιέζοντας προς τα κάτω, bearing (with) => αντέχω (με), bearing (down) => ρουλεμάν (κάτω), bear-hugging => αγκαλιά της αρκούδας,