Greek Meaning of bearings
ρουλεμάν
Other Greek words related to ρουλεμάν
- ενέργειες
- συμπεριφορές
- συμπεριφορές
- Τρόποι
- διευθύνσεις
- επιδράσεις
- στάσεις
- άμαξες
- Χαρακτηριστικά
- Συμπεριφορές
- Ευγένεια
- συμπεριφορές
- μορφές
- χειρονομίες
- καλεσμένοι
- εμφάνιση
- Στάσεις
- παρουσίες
- στυλ
- χαρακτηριστικά
- αέρας
- Παροχές
- όψεις
- χαρακτηριστικά
- Ευπρέπειες
- συμβάσεις
- τελωνείο
- ευπρέπεια
- εθιμοτυπία
- μόδα
- Τυπικότητες
- Συνήθειες
- συνήθειες
- ύφος
- τρόποι
- ηθη
- ιδιομορφίες
- μοτίβα
- ιδιομορφίες
- ποάζ
- πόζες
- Πρακτικές
- εξασκείται
- ιδιότητες
- τα πρωτόκολλα
- κανόνες
- Μοναδικότητες
- κόλπα
- συνήθειες
Nearest Words of bearings
- bearing witness => μαρτυρία
- bearing up => αντέχω
- bearing out => επιβεβαιώνοντας
- bearing down on => πιέζοντας προς τα κάτω
- bearing (with) => αντέχω (με)
- bearing (down) => ρουλεμάν (κάτω)
- bear-hugging => αγκαλιά της αρκούδας
- bear-hugged => σφίγγω στην αγκαλιά μου
- bear-hug => Αγκαλιά της αρκούδας
- beards => γένια
Definitions and Meaning of bearings in English
bearings
the position or direction of one point with respect to another or to the compass, the manner in which one carries or conducts oneself, a machine part in which another part (such as a journal or pin) turns or slides, purport, a machine part in which another turns or slides, a determination of position, the manner in which one behaves or comports oneself, the part of a structural member that rests on its supports, pressure, thrust, relation, connection, the situation or horizontal direction of one point with respect to another or to the compass, connection sense 2, understanding of one's location or situation, the act, power, or time of bringing forth offspring or fruit, a product of bearing, an object, surface, or point that supports, a figure borne on a heraldic field (see field entry 1 sense 3c), a calculating of position, comprehension of one's position, environment, or situation
FAQs About the word bearings
ρουλεμάν
the position or direction of one point with respect to another or to the compass, the manner in which one carries or conducts oneself, a machine part in which a
ενέργειες,συμπεριφορές,συμπεριφορές,Τρόποι,διευθύνσεις,επιδράσεις,στάσεις,άμαξες,Χαρακτηριστικά,Συμπεριφορές
No antonyms found.
bearing witness => μαρτυρία, bearing up => αντέχω, bearing out => επιβεβαιώνοντας, bearing down on => πιέζοντας προς τα κάτω, bearing (with) => αντέχω (με),