Greek Meaning of strengthening
ενδυνάμωση
Other Greek words related to ενδυνάμωση
- ενθαρρυντικός
- κλιματισμός
- ζωογόνος
- αναζωογονητικός
- αποκαταστατικός
- αναβιωτικό
- διεγερτικό
- διεγερτικό
- Τονωτικό
- Ζωτικός
- ζωοποιητικό
- αναζωογονητικός
- κινούμενος
- επωφελής
- φιλικός
- Διπλωματικός
- θεραπευτικός
- σκλήρυνση
- exhilarating
- υγιής
- υγιής
- χρήσιμος
- τονωτικός
- φαρμακευτικός
- επιτάχυνση
- διορθωτική
- αναζωογονητικός
- μεταρρυθμιστικός
- αναμορφωτήριο
- Αποκαταστατικός
- διορθωτικός
- επανορθωτικός
- θεραπευτική
- επανορθωτικό
- υγιής
- ευεργετικός
- κοφτερός
- υγιεινός
- αναζωογονητικός
Nearest Words of strengthening
Definitions and Meaning of strengthening in English
strengthening (n)
becoming stronger
the act of increasing the strength of something
FAQs About the word strengthening
ενδυνάμωση
becoming stronger, the act of increasing the strength of something
ενθαρρυντικός,κλιματισμός,ζωογόνος,αναζωογονητικός,αποκαταστατικός,αναβιωτικό,διεγερτικό,διεγερτικό,Τονωτικό,Ζωτικός
νεκρωτικό,εξουθενωτικό,αποστράγγιση,εξαντλητικός,εξασθένιση,επιβλαβής,εξαντλητικό,αποδυναμωτικό,επιζήμιος,μουδιαστικό
strengthener => ενισχυτικό, strengthened => Ενισχυμένο, strengthen => ενισχύω, strength => δύναμη, strelitziaceae => Στρελίτσιες,