Greek Meaning of strenuousness

αγχωτικός

Other Greek words related to αγχωτικός

Definitions and Meaning of strenuousness in English

Wordnet

strenuousness (n)

extreme effortfulness

FAQs About the word strenuousness

αγχωτικός

extreme effortfulness

επιθετικός,τονισμένος,ζωηρός,διεκδικητικός,πειστικός,δυναμικός ,Ενεργητικός,δυναμικός,επίμονος,Μυώδης

ασαφής,ήπιος,μη διεκδικητικός,χωρίς έμφαση,Αδύναμος,αμφίβολος,Φρουρούμενος,διστακτικός,άτονο,μη πειστικός

strenuously => σθεναρά, strenuous => ανταγωνιστικό, strenuosity => προσπάθεια, strengthening => ενδυνάμωση, strengthener => ενισχυτικό,