Greek Meaning of strenuousness
αγχωτικός
Other Greek words related to αγχωτικός
Nearest Words of strenuousness
- strep => στρεπτόκοκκος
- strep throat => Στρεπτόκοκκος του φάρυγγα
- strepera => θορυβώδης
- strepsiceros => Στρεψίκερος
- strepsirhini => Προπίθηκοι
- streptobacillus => Στρεπτόβακτρο
- streptocarpus => Στρεπτόκαρπος
- streptococcal => στρεπτοκοκκικός
- streptococcal sore throat => Στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα
- streptococci => στρεπτόκοκκοι
Definitions and Meaning of strenuousness in English
strenuousness (n)
extreme effortfulness
FAQs About the word strenuousness
αγχωτικός
extreme effortfulness
επιθετικός,τονισμένος,ζωηρός,διεκδικητικός,πειστικός,δυναμικός ,Ενεργητικός,δυναμικός,επίμονος,Μυώδης
ασαφής,ήπιος,μη διεκδικητικός,χωρίς έμφαση,Αδύναμος,αμφίβολος,Φρουρούμενος,διστακτικός,άτονο,μη πειστικός
strenuously => σθεναρά, strenuous => ανταγωνιστικό, strenuosity => προσπάθεια, strengthening => ενδυνάμωση, strengthener => ενισχυτικό,