Greek Meaning of streptococci
στρεπτόκοκκοι
Other Greek words related to στρεπτόκοκκοι
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of streptococci
- streptococcal sore throat => Στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα
- streptococcal => στρεπτοκοκκικός
- streptocarpus => Στρεπτόκαρπος
- streptobacillus => Στρεπτόβακτρο
- strepsirhini => Προπίθηκοι
- strepsiceros => Στρεψίκερος
- strepera => θορυβώδης
- strep throat => Στρεπτόκοκκος του φάρυγγα
- strep => στρεπτόκοκκος
- strenuousness => αγχωτικός
- streptococcic => στρεπτοκοκκικό
- streptococcus => Στρεπτόκοκκοι
- streptococcus anhemolyticus => Streptococcus anhemolyticus
- streptococcus tonsilitis => Στρεπτοκοκκική αμυγδαλίτιδα
- streptodornase => Στρεπτοδορνάση
- streptokinase => στρεπτοκινάση
- streptolysin => Στρεπτολυσίνη
- streptomyces => Στρεπτομύκης
- streptomyces erythreus => Streptomyces erythreus
- streptomyces griseus => Στρεπτόμυκας ο γκρίζος
Definitions and Meaning of streptococci in English
streptococci (n)
spherical Gram-positive bacteria occurring in pairs or chains; cause e.g. scarlet fever and tonsillitis
FAQs About the word streptococci
στρεπτόκοκκοι
spherical Gram-positive bacteria occurring in pairs or chains; cause e.g. scarlet fever and tonsillitis
No synonyms found.
No antonyms found.
streptococcal sore throat => Στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα, streptococcal => στρεπτοκοκκικός, streptocarpus => Στρεπτόκαρπος, streptobacillus => Στρεπτόβακτρο, strepsirhini => Προπίθηκοι,