Greek Meaning of strengthener
ενισχυτικό
Other Greek words related to ενισχυτικό
Nearest Words of strengthener
Definitions and Meaning of strengthener in English
strengthener (n)
a device designed to provide additional strength
FAQs About the word strengthener
ενισχυτικό
a device designed to provide additional strength
οχυρώνω,σκληρύνω,Βόειο κρέας (περισσότερο),ενεργοποιώ,αναζωογονώ,ταμπεραμέντο,σκληραίνω,αναιρεί,σφίγγω, στερεώνω,ενισχύω εκ νέου
πόνος,βλάπτω,εξασθενώ,ανάπηρος,ζημιά,εξασθενίζω,εξασθενίζω,αποδυναμώνω,βλάβη,τραυματίζω
strengthened => Ενισχυμένο, strengthen => ενισχύω, strength => δύναμη, strelitziaceae => Στρελίτσιες, strelitzia reginae => Στρελίτσια,