Greek Meaning of strengthened
Ενισχυμένο
Other Greek words related to Ενισχυμένο
- ενεργοποιημένος
- συνηθισμένος
- αναζωογονημένο
- αρσενικός
- robust
- γερός
- σκληρός
- σκληρυμένο
- ζωηρός
- ανδροπρεπής
- αναζωογονημένο
- αθλητικός
- γεροδεμένος
- Μυώδης
- Ενεργητικός
- κατάλληλο
- υγιής
- σκληρός
- υγιής
- χάσκι
- σφριγηλός
- ισχυρός
- ισχυρός
- ήχος
- Διακόσμηση
- υγιής
- μυώδης
- δυναμικός
- βίαιος
- γενναιόδωρος
- Μυώδης
- Δυνατός
- Δυνατός
- ερυθρόαιμος
- ανώμαλος
- νευρώδης
- σταθερός
- γεροδεμένος
- σωματώδης
- δυνατός
Nearest Words of strengthened
Definitions and Meaning of strengthened in English
strengthened (s)
given added strength or support
FAQs About the word strengthened
Ενισχυμένο
given added strength or support
ενεργοποιημένος,συνηθισμένος,αναζωογονημένο,αρσενικός,robust,γερός,σκληρός,σκληρυμένο,ζωηρός,ανδροπρεπής
εξετάζω,λεπτός,ανάπηρος,Ασθενής,εύθραυστος,Αδύναμος,ανίκανος,ανίκανος,Παράλυτος,ανίσχυρος
strengthen => ενισχύω, strength => δύναμη, strelitziaceae => Στρελίτσιες, strelitzia reginae => Στρελίτσια, strelitzia family => Στρελίτσιες,