Greek Meaning of puissant

Δυνατός

Other Greek words related to Δυνατός

Definitions and Meaning of puissant in English

Wordnet

puissant (s)

powerful

FAQs About the word puissant

Δυνατός

powerful

επιδραστικός,ισχυρός,σημαντικός,βαρύς,βαρύς,σημαντικός,ισχυρός,Δυνατός,εξέχων,ηλικιωμένος, -η, -ο

Ασθενής,ανήμπορος,ανίκανος,ασήμαντος,μικρός,ανίσχυρος,ασήμαντο,Αδύναμος,Ανώνυμος,εύθραυστος

puissance => Ισχύς, pug-nosed => Ακουστή μύτη, pug-nose => Πλατυμυτία, pugnacity => μαχητικότητα, pugnaciously => πολεμικά,